μεταδότις

μεταδότις
μεταδότις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μεταδότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταδότης — ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις [μεταδίδω] νεοελλ. 1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι 2. αυτός που μεταδίδει ή διά τού οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι 3. μεταδοτήρας αρχ. αυτός που δίνει κάτι με προθυμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”